ἀναπληρώσει

ἀναπληρώσει
ἀναπλήρωσις
filling up
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀναπληρώσεϊ , ἀναπλήρωσις
filling up
fem dat sg (epic)
ἀναπλήρωσις
filling up
fem dat sg (attic ionic)
ἀναπληρόω
fill up
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀναπληρόω
fill up
fut ind mid 2nd sg
ἀναπληρόω
fill up
fut ind act 3rd sg
ἀ̱ναπληρώσει , ἀναπληρόω
fill up
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀ̱ναπληρώσει , ἀναπληρόω
fill up
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀναπληρόω
fill up
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀναπληρόω
fill up
fut ind mid 2nd sg
ἀναπληρόω
fill up
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αντιστάθμισμα — το 1. το αντίρροπο βάρος που χρησιμοποιείται για επίτευξη ισορροπίας 2. ό,τι δίνεται για να αναπληρώσει άλλη παροχή, δαπάνη ή ζημιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντισταθμίζω. Η λ. μαρτυρείται στον Στέφ. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • ενάλλαγμα — το (AM ἐνάλλαγμα) το αποτέλεσμα τού εναλλάσσω, αυτό που χρησιμοποιείται για να αναπληρώσει άλλο, αυτό που τίθεται αντί για άλλο, το ανταλλακτικό αρχ. στον πληθ. τὰ ἐναλλάγματα αρσενοκοιτίες …   Dictionary of Greek

  • επανορθωτής — ο (Α ἐπανορθωτής) [επανορθώνω] αυτός που επανορθώνει αρχ. 1. (ειδ.) βοηθός, έφεδρος, έτοιμος να αναπληρώσει τις απώλειες ενός τμήματος τής παρατάξεως σε ώρα μάχης 2. αυτός που παίρνει εντολή να μεταρρυθμίσει τους νόμους, ο διορθωτής (στους… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • οδοντοστοιχία — η 1. το σύνολο τών δοντιών τα οποία είναι διατεταγμένα στη φατνιακή απόφυση τής άνω και κάτω γνάθου και σχηματίζουν, αντίστοιχα, τον άνω και κάτω οδοντικό φραγμό 2. φρ. «οδοντοστοιχία τεχνητή» διάταξη τεχνητών δοντιών που κατασκευάζεται από… …   Dictionary of Greek

  • προσωπικότητα — Στον καθημερινό λόγο, ο όρος προσωπικότητα καλύπτει διάφορες και ασαφείς έννοιες, οι οποίες αναφέρονται αποκλειστικά στον άνθρωπο. Οπωσδήποτε όμως της αποδίδονται κυρίως θετικές αξίες, όπως, για παράδειγμα, στις εκφράσεις: μία π. ή έχει π. Αλλά… …   Dictionary of Greek

  • συγγένεια — Είναι δεσμός κοινής καταγωγής με τον οποίο ο νόμος συνδέει ορισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις (A.K. 1463, 1464). Η σ. είναι «εξ αίματος» ή «εξ αγχιστείας»: η πρώτη έχει ως έρεισμα την κοινότητα του αίματος και μπορεί να είναι «κατευθείαν… …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • τούρμα — Ονομαζόταν έτσι στον βυζαντινό στρατό η ανώτερη στρατιωτική μονάδα, η οποία απαρτιζόταν από 3 μοίρες ή δρούγγες, από τις οποίες η καθεμία περιλάμβανε 5 15 τάγματα, ολικής δύναμης 1.000 3.000 ανδρών. Η δύναμη όμως της τ. δεν έπρεπε να υπερβαίνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”